(δίμοιρον) [μ]έρος ἑ[τ]έρας | [οἰκί]ας ἐκ τοῦ πρὸς βορ[ρᾶ μέρους | καὶ] ἐξέδρα → (δίμοιρον) μ̣έρος ἑτέρας | [οἰκί]ας ἐκ τοῦ πρὸς β̣ο̣ρ̣ρ̣[ᾶ μέρ|ους καὶ] ἐξέδρα (am Original), J.M.S. Cowey - D. Kah, Z.P.E. 163 (2007), S. 149.