Βερνικ(ίδος) (πυροῦ ἀρτάβας) ξη ς′, (streiche [κδ″]) | τελωνικ(ῆς)· ἀτελ(είας) ῾Αδριανῆ[ς (πυροῦ ἀρτάβας) κδ″], οὐσία[ς] μισθ(ωθείσης) (πρότερον) ῞Οουλίου | κτλW., A I 552. W., A I 552. Pr., Girowesen 172. Vgl. W., A I 552, u. Rostowzew, Kolonat 121.