προνοήσε[ι]. α̣ [τ]ό[μου] κ̣ο̣λ̣(λήματος) → προνοήσε̣τ̣α̣[ι] ῾Ρ̣ωμ(αϊκά) κ̣[ο]λ̣(λ ), J.D. Thomas, Z.P.E. 160 (2007), S. 206-207.