η̄ ( = entw. ὀγδόης oder ὀκταδραχμοῦ) (δρ.) η προ(σδιαγρ.) (τριώβολον) (ἡμιωβόλιον) σ̣υ̣μβ(ολικὰ) (ὀβολὸν δ(ίχαλκον(?)), E. P. Wegener.