[Αἴλιος Δίδυμο]ς καὶ Ἑρμ̣[όδωρος] | [Σωτῆρος πρ]ά̣κτ(ορες) ἀργυρικῶν → [Αἴλιος Δίδυμο]ς καὶ Ἑρμ̣[ό|δωρος Σωτῆρος πρ]ά̣κτ(ορες) ἀργυρικῶν, R. Duttenhöfer, Z.P.E. 157 (2006), S. 154.