προ(νοητὴς) κτήσ(εως) Θαλλοῦ Θωμᾷ ̣[ ̣ ̣ ̣] προ(νοητῇ)· παράσχου ἀπὸ καρπῶν → vac. π(αρὰ) Θωμᾶ λ̣[αμ]προ(τάτου) | [- - -] ̣ προ(νοητῇ) κτήσ(εως) Θαλλοῦ vac. παράσχου ἀπὸ καρπῶν, R. Ast, Z.P.E. 157 (2006), S. 162.