Φαρμο(ῦθι) λ· διέγ(ραψε) | Παπῶς καὶ μετ(όχοις) Παπνεβ-τύνιο(ς) | Σοκέω(ς) λοξὸ (ς) ὑ(πὲρ) χωμάτων, G.M. Browne, Z.P.E. 6 (1970), S. 268-269.