→ Βούλομ(αι)] μισθ(ώσασθαι) παρὰ̣ σοῦ [εἰς ἔτη | τρία σ]πορὰς τρεῖς ἀ̣[πὸ τοῦ εἰσιόν(τος) | x (ἔτους) ᾽Αν]τ̣ωνείνου Κα̣ί[σαρος τοῦ κυρίου | τὰς ὑπα]ρχούσας τῷ̣ φ̣[ροντιζομένῳ | ὑπὸ σοῦ] (nach dem Photo), D. Hagedorn, Z.P.E. 115 (1997), S. 221.