→ Εὐδ̣αίμω̣(ν) Π̣λ̣[…].ο(ς) (ἐτῶν) κε οὐ(λὴ) κε̣φ̣(αλῇ) (?) ἀ(ριστερᾷ) (ἀρτάβας) (statt (πυροῦ ἀρτ.)) γ∟ῑ̣β̣̄ (?), P. Graux 3, S. 87