→ Σαραπίω(ν) ῞Ηρω̣νο(ς) (ἐ̣τ̣ῶ̣ν̣) λ οὐ(λὴ) δ̣ε̣ι̣.( ) χ(ειρὸς) ἀ(ριστερᾶς) <(ἀρτάβας)> (statt <(πυροῦ ἀρτ.)>)γ∟β̣´ (?), P. Graux 3, S. 87