→ (ἡ̣μ̣ι̣ω̣β̣έ̣λ̣ι̣ο̣ν̣) [(χαλκοῦς)] β̣ (γίνονται) (δραχμαὶ) η [(ἡμιωβέλιον)] (χ̣α̣λ̣κ̣ο̣ῖ̣) β̣ [πρ]ο̣(σδιαγραφόμενα) (τριώβολον) (ἡμιωβέλιον) συ(μβολικὸν) (τριώβολον), G. Poethke, P.J. Sijpesteijn, Archiv 30 (1984), S. 46.