[(γίνονται) (ὀβολοὶ) κη …. ὀ]βολ(ούς) → (γίν.) (ὀβ.) κη· Παχ(ὼν) ῑ ὀβολ(ούς), C.A. Nelson, briefl. Mitteilung von W.M. Brashear.