μερίδο(ς) τοῦ ᾽Α[ρ]σι(νοείτου) στρ(ατηγῷ) χαίρειν. Τῆς τετελειω-μ(ένης) ἐνεχυρασίας [ἀντίγρ(αφον) ὑπόκειτ(αι), ἵν᾽ εἰδῇς. ῎Ερρωσο]Koschaker, Zschr. Sav. 1908, 31..