ἐρημ[ο](φ̣ύ̣λ̣α̣ξι̣)· παρέσ(χε) Δίδυμος → ἐρη(μοφύλαξι) χ(αίρειν)· Πάρετ(ε) Δίδυμον, P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 54 (1979), S. 139-140 (nach dem Photo).