→ Στοτοῆ(τις) ᾽Αγχώ(φεως) τ̣ο̣ῦ̣ Στοτοή(τιος) (μητρός) Τ[ν]εφερώτ(ος), P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 53 (1978), S. 135 u. Anm. 1.