πε [ν] τήκο [ν] | [τα ………. νότου] ἐπὶ [βορ] ρᾶ πήχεις τρῖς τρίτον, λιβὸς ἐπ᾽ ἀπηλιώτην κτλ. Pl. briefl. Pl. briefl., laut Orig.