τὴν ὀφιλη[μένην] | ὁ Πα[οῦς] φερνή[ν (l. τὴν ὠφειλημένην ὑπὸ τοῦ Παοῦτος φερνήν) → τὴν ὀφίλη (l. ἣν ὀφείλει) [αὐτῇ] | ὁ Πα[οῦς] φερνή[ν, J.H. Moulton, G. Milligan, The Vocabulary of the Greek Testament, London 1914-1929 S. 57 s.v. ἀπέχω.