Βακχιάδος. Π̣ε̣ρ̣ὶ̣ἧ̣(?)ς | [ο]ὐ κ[α]θ̣ησυ[χάσ]αντε[ς] ἐνεθύχα[μέ]ν σοι | [κ]αὶ ἐ[π]έτρε̣[π]ε̣ς ύμῖν καταντῆσαι ε̣[ἰς] ᾽Αλεξάν|[δρεια]ν τ . . [. . . .]α̣[. .] μ̣ηδὲ οὕτως ἀρκέσ|[ει(?) . . .] . η̣σ̣ο̣ι̣ κτλ. Sch. Pl. briefl., laut Orig. BGU. III S. 8.