προσόδ(ων) οἰ(κοπεδικῶν) (oder οἰκοπέδων) λη(μμάτων) … | φιλανδ(ρώπου) κωμω̣γ̣ρ̣(αμματεῖ) ς (was aber sehr zweifelhaft; eher κωμῶ̣ν̣ λ̣ς̣) [ κτλ. BGU. II S. 358. briefl., laut Orig.