θαλῶν καθ᾽ ἔτος αρτων ι̣μ̣ι̣. | ἀρτάβας → wohl θαλῶν (l. θαλλῶν) καθ᾽ (l. κατ᾽) ἔτος ἄρτων ἱμι-|αρταβας (l. ἡμιαρταβείου), R. Hübner, Gnomon 59 (1987), S. 37.