→ Βη|σ̣[ᾶ]ν̣ (ἐτῶν) κ̣[. ἄσημ(ον), κα]ὶ ἀ̣δ̣ελφὴν (statt ἀδ]ελφο̣ν̣ der Ed.) Τηονχ̣ῶ̣(νσιν) | (ἐτῶν) ιδ ἄσημ(ον) κ.τ.λ.