ἱμά|[τιο]ν καὶ σ̣ὺ̣ν̣[τραύ]μ̣ασιν αὐτὴν | [κατ]έβαλ̣ο̣ν̣. [Διὸ ἐκ τ]ούτου κτλ. Kukule, a. a. O. S. 498.