ʃ ρ π(ροσδιαγραφόμενα) ϛ(ὀβολὸς ἡμιωβέλιον) σ(υμβολικὰ) (ὀβολὸς ἡμιωβέλιον). Viereck bei Rabel, P. Bas. 12 Anm.