Πασίωνα .[.]αιτ[ο]υ λε|γομενο[. ἀψ]ευδῶς (vgl. B.L. 1, S.) → Πασίωνα κ̣αι τ[ο]ὺ̣ς λε | γομένο[υ]ϛ̣ [ἀ]ψευδῶς (nach einem Photo), B.G.U. 15. 2467, Anm. zu Z. 12.