βουλόμενο[ί] μο[ι] ἐργολα|βεῖν κα[ὶ] πράσιν, ἃ ο(ὐ)κ ὀφίλω, | πρὸς καταλοχισμοὺς τέλη | τοῦ συμβόλου π̣α̣ρ̣᾽ (?)ἐμοὶ κτλ. BGU. II S. 355. briefl., laut. .Orig. παρ sehr zweifelhaft, μετ᾽ möglich, Sch. briefl., laut Orig.