῾Ηρακλείδου | [μερίδος τοῦ ᾽Αρσι(νοίτου)] νομοῦ. Δημοσ[ί]ο̣υ και οὐσιακοῦ γεωργοῦ | [ὄντος μου (od. ähnl.) ] π̣α̣τ̣ήρ κτλ. Pr. W. briefl., laut Orig.