Τοτοῆι Π [ελ] α ίο υ Πέρσηι τῆς ἐπιγονῆς | καῖ Τακμήιτι (so richtig) Πατοῦτος κτλ. Cronert, Stud. Pal. I S. 37. briefl., laut Orig.