πλήοσιν | ε[ἰς τ]ὸ̣ [τ]υ̣χὸς (= τυχὸν) μέρος τοῦ σώματός μου. ῞Ο τε | περιεβλήμην κτλ. Hunt briefl., laut Orig. W. briefl., laut Orig. ἐὰ<ν> γράφω Witkowski, GgA. 1897, 476.