Πεκρίχ(ρῳ) Πεκρίχ(ρου) | ῾Ηρακλᾶτο(ς) (B.L. 5, S. 163) → Πεβρίχ(ει) Πεβρίχ(ιος) | ῾Ηρακλήους (vgl. B.L. 2.1, S. 38), R. Bogaert, Z.P.E. 57 (1984), S. 288, Anm. 390.