Σεναραῦς Ψατρῆ([τος]) [μ]εγάκοι[(λον)] λέβητ(α) α, Τα­θώτης Σεναλεροῦ([τος]) φίσκο([ν]) α, Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 51 (1931), S. 541.