Statt Πετεπεμσάιτ(ος) l. Πετε(μενώφιος) Πεμσάιτ(ος). Dieselbe Person in Bodl. 1707 (178 n. Chr.): Φθουμί(νει) Πετε­μενώ(φιος) Πεμψά̣ιτ̣(ος). - L. ᾽Αμώ(νιος) σ(εσ)η(μείωμαι).