ὥστε ταύτας] | [σπεῖραι καὶ ξυλαμῆσαι οἷς ἐ]ὰ̣ν αἱρῶμα̣[ι ± 10 ] | [ ± 20 ] . ακ̣το[ → τετρα]|[καιεξηκοστὸν εἰς σπορὰν ὧν ἐ]ὰ̣ν αἱρῶμα̣[ι γενημάτων] | [καὶ τελέσω ὑπὲρ φόρου ἀπο]τ̣άκτ̣ο[υ, P. Oxy. 68. 4687, Anm. zu Z. 10-11.