ἀνδ(ρῶν) (ἀνακεχωρηκότων) (B.L. 3, S. 273) → ἀν­δ(ριάντος) oder ἀνδ(ριάντων), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 239, Anm. 69.