L. […. Πα]ναπώτ(ιος) καὶ Πετορζ(μῆθις) Πετορ̣ζ̣(μήθιος) [ebenso Z. 3] ο̣[ἱ] |2 [β̄ π]ρ̣ά̣κ̣(τορες) ἀργ(υρικῶν).