ἀνδ(ριάντος) ἀνακ(εχρυσωμένου) → ἀνδ(ρῶν) ἀ­νακ(εχωρηκότων), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 50, Anm. 185 (gegen B.L. 5, S. 163).