῾Ηρακλιανὸ(ς) | ἀπαιτ(ητής) → ῾Ηρακ(λ-) και ᾽Απολ(λ-) | ἀπαιτ(ηταί), P. Heilporn, A. Verhoogt, O.M.R.O. 78 (1998), S. 59, Anm. 2 (am Original).