μερισ|[μο]ῦ ἐπικεφαλίο(υ) ἀνακεχ(ρυσωμένου) → μερισ|[μο]ῦ έπικεφαλίο(υ) ἀνακεχ(ωρηκότων), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 49-50 und Anm. 185 (mit B.L. 3, S. 266, gegen B.L. 5, S. 157).