δραχ(μὰς) τριάκ(οντα) πέντε καὶϛ ∟ → δραχ(μὰς) τρία (l. τρεῖς) ὀ̣β̣(ολοὺς) πέντε καὶ (ἥμισυ), (γίνονται), B. Palme, ῾Απαιτη­τής S. 239-240, Anm. 73.