→ wohl [Π]ετοσῖρις Πετεαρπ( ) (vgl. B.L. 2.1, S. 28) | [πρ(άκτωρ) ἀργ(υρικῶν) Με]μ̣ν̣ο̣(νείων) κ.τ.λ., K.A. Worp, Z.P.E. 76 (1989), S. 62.