μερι(σμοῦ) ἀφ(εσιοφυλακίας) (B.L. 7, S. 294) → μερι(σμοῦ) ἀφ(ανῶν), W. Clarysse, J. Quaegebeur, Proceedings XVI Congr. S. 534 und Anm. 24.