Π]ετεχώνσιο(ς) Πετεχώνσι(ος) υἱ(.οῦ) Σανμο( ) (vgl. B.L. 8, S. 522) → Π]ετεχώνσιο(ς) Πετεχών­σιο.(ς) υἱο(ῦ) Σενμώ(νθου), O. Cairo Cat., S. 11, Anm. 33.