ἐὰν μὴ ἰς εὐχὴ[ν] | [- γρά]ψ̣ον → ἐὰν μὴ ἰσέρχῃ (l. εἰσέρχῃ) | [γρά]ψον, P.J. Parsons, J.E.A. 71 (1985), S. 211