᾽Αγο(ρῶν) βο(ρρᾶ) β̄ → ᾽Αγο(ρῶν) <καὶ> βο(ρρᾶ) β̄ (= δευτέρου), scil, τόπου, Β. Palme, Tyche 4 (1989), S. 128, Anm. 19.