Σερ[ῆν]ο̣ς .. κο̣υρ[άτωρ̣ → Σερ[ῆ]νο̣[ς] κουράτωρ (am Original), Β. Verbeeck, G. Wagner, Z.P.E. 81 (1990), S. 285, Anm. 8.