Ο̣μ̣...... | Παθύρει τρ̣[ά(πεζαν): viell. ῾Ο̣φ̣[είλ(ουσι) τῇ ἐν] | Παθύρει τρ̣[α(πέζῃ), R. Bogaert, Z.P.E. 120 (1998), S. 194 (unter Ablehnung von ἐω[νήσαντο τὴν ἐν] | Παθύρει τρ̣[ά(πεζαν), B.L. 3, S. 268).