→ νο(μισματίου) (statt νο(μίσματος)) τῶ(ν) νο(μι­τευομένων) ἀπελθ̣(εῖν) ταγέντ(ων) ἐν τ(ῇ) δια­τυπώ(σει) (statt ἀτυπω( )), T.M. Hickey, K.A. Worp, B.A.S.P. 34 (1997), S. 105.