Πετιούσου | πολύκλατ|ος ἄνθρωπ|ως μωνώ|κλατος ὤν → wohl πετίου (l. παιδιού) σου | Πολυκλάτ|ος (l. Πολυκράτους) ἄνθρωπ|ως (l. ἀνθρώπου) μωνώ|κλατος (l. μονοκρατοῦς) ὤν (l. ὄντος), ,,ton esclave Polykrates, un homme qui n’est pourtant maître que de lui-même" (Wortspiel), G. Wagner, Bibl.Orient. 51 (1994), S. 564. Anders A. López García, Tyche 10 (1995), S. 246-247, der πολύκλατος als πολύκλητος und μωνώκλατος als μονόκλητος auffaßt.