[ ̣ ̣ ̣]( ) [τ]οῦ νομοῦ εἰρην[αρ]χ( ) Αὐρηλι[ ] → [ἐπὶ τῆς] τ̣οῦ νομοῦ εἰρήν̣η̣[ς] (δεκαδάρ)χ(ῃ) oder (ἑκατοντάρ)χ(ῃ) Αὐρηλί[ῳ], F. Mitthof, Tyche 19 (2004), S. 259.