χωρ(ίον) υἱ(ῶν) Ψω[ν ] → χωρ(ίον) υἱ(ῶν) Στρ̣ ̣[ ], viell. Στρ̣α̣[τηγίου] oder eher Στρ̣ά̣[τωνος], N. Gonis, Tyche 19 (2004), S. 258.