Ἡρηκλαλαχ ὀνη̣λ(άτης) <κῷα> → Ἡρακλᾶ(ς) λαχαν\ο/πό̣λ(ης) κο(͂ͅ α) (l. λαχανοπώλ(ης) κῷα), P. Heilporn (from photo)